καλφαλίκι

καλφαλίκι
το
1. η μαθητεία κάποιου ως βοηθού σε τεχνίτη, προϊστάμενος σε αρχιτεχνίτη, μάστορα
2. η αμοιβή τού κάλφα κατά παραγόμενο τεμάχιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλφας + -λίκι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”